συλώ

συλώ
συλῶ, -άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουλώ Α
λαφυραγωγώ, διαρπάζω, ιδίως ναούς κ.ά. ιερούς χώρους λεηλατώ (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ
γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», Ηρόδ.)
αρχ.
1. παίρνω τα όπλα και τα ενδύματα από σκοτωμένο εχθρό, σκυλεύω («μή μιν Ἀχαιοὶ τεύχεα συλήσωσι», Ομ.Ιλ)
2. αφαιρώ, βγάζω («ἀπ' ὤμων τεύχε' ἐσύλα», Ομ. Ιλ.)
3. αποκομίζω, παίρνω μαζί μου και φεύγω («λόγοις τὰ τῶν προγόνων ἔργα συλήσας καὶ διασύρας», Δημοσθ.)
4. αφαιρώ κάτι με τη βία («συλᾱται ὕπνοι ἀπὸ γλεφάρων», Βακχ.)
5. ασκώ το δικαίωμα τής κατάσχεσης («πανταχοῡ συλωμένων ἡμῶν», Ισοκρ.)
6. φέρνω μακριά, απομακρύνω («τίς σε δαίμων συλᾷ πάτρας;», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. συλῶ και κυρίως οι συγγενείς ονοματικοί τ. σῦλον / σύλη εμφανίζουν μορφολογική και σημασιολογική ομοιότητα με τον τ. σκῦλον (για τη σχέση τών τ. αυτών βλ. λ. σκύλο), ενώ έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι πρόκειται για λ. λυδικής προέλευσης. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η σχέση ανάμεσα στο ρ. συλῶ και τα ουσ. σῦλον / σύλη. Κατά μία άποψη, το ρ. συλώ αποτελεί παρ. τών τ. σῦλον / σύλη, οι οποίοι, όμως, είναι μτγν. τού ρήματος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, τα ουσ. σῦλον/σύλη, κυρίως με τη σημ. «δικαίωμα κατάσχεσης», προήλθαν από το επίθ. -συλος «αυτός που δεν επιτρέπεται να παραβιαστεί», το οποίο έχει σχηματιστεί πιθ. από το ρ. συλῶ κατά το σχήμα ἄτιμος: τιμῶ (βλ. λ. άσυλος). Η οικογένεια τού ρ. συλῶ απαντά στον Όμηρο με τη σημ. «αφαιρώ τα όπλα σκοτωμένου εχθρού», αλλά χρησιμοποιήθηκε αργότερα με τη σημ. «αφαιρώ, αρπάζω», η οποία μπορεί να έχει και μια ειδικότερη θρησκευτική (πρβλ. τη σημ. «λαφυραγωγώ, διαρπάζω ιερούς χώρους») ή νομική χροιά (πρβλ. τη σημ. «ασκώ το δικαίωμα τής κατάσχεσης»). Παραμένει, ωστόσο, ανεξακρίβωτο αν πρόκειται για μια περαιτέρω σημασιολογική εξέλιξη τής ομηρικής σημ. «παίρνω τα όπλα τού εχθρού» ή αν αφετηρία τού ρήματος ήταν μια αρχική γενική σημ. «αφαιρώ», που έλαβε στη συνέχεια ειδικότερες σημασιολογικές αποχρώσεις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συλώ — συλώ, σύλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συλώ — σύλησα, συλήθηκα, συλημένος, κλέβω κυρίως ιερά πράγματα: Οι Τούρκοι σύλησαν εκκλησίες στην Κύπρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλῶ — σῡλῶ , συλάω strip off pres imperat mp 2nd sg σῡλῶ , συλάω strip off pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σῡλῶ , συλάω strip off pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σῡλῶ , συλάω strip off pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασυλώ — κατασυλῶ, έω (Μ) (επιτ. τ. τού συλώ*) αρπάζω, λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συλῶ «λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • Ασυλαίος — Ἀσυλαῑος, α, ον (Α) [συλώ] φρ. «ἱερὸν Θεοῡ Ἀσυλαίου» ιερό του θεού που παρέχει άσυλο, που προστατεύει τους ικέτες …   Dictionary of Greek

  • άσυλος — ἄσυλος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) απαραβίαστος, ασφαλής 2. (για τόπους) ιερός και απαραβίαστος, σεβαστός 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. άσυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συλώ ( άω) «λαφυραγωγώ, αφαιρώ, αρπάζω», ίσως κατά το πρότυπο του άτιμος, τιμώ] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιόσυλος — ο αυτός που κλέβει αρχαιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + συλος < συλώ ( άω) «λαφυραγωγώ, κλέβω» (πρβλ. ιερόσυλος)] …   Dictionary of Greek

  • ασύλητος — η, ο (AM ἀσύλητος, ον) [συλώ] μσν. νεοελλ. αυτός που δεν συλήθηκε, που δεν λεηλατήθηκε αρχ. προστατευμένος, ασφαλής …   Dictionary of Greek

  • θεοσύλης — θεοσύλης, ό (Α) ιερόσυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + συλώ «λεηλατώ, αρπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ιερόσυλος — η, ο (Α ἱερόσυλος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιερόσυλος, η ιερόσυλος και ιερόσυλη αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, αγιογδύτης νεοελλ. ανευλαβής, ανόσιος, ανοσιουργός, βέβηλος αρχ. (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”